ταχέ'

ταχέ'
ταχέα , ταχύς
swift
neut nom/voc/acc pl (epic ionic)
ταχέα , ταχύς
swift
fem nom/voc sg (epic ionic)
ταχέϊ , ταχύς
swift
masc/neut dat sg
ταχέαι , ταχύς
swift
fem nom/voc pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιερωστί — ἱερωστί και ιων. τ. ἱρωστί (Α) επίρρ. με ιερό τρόπο, ιερά, όσια, με ευσέβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός (πρβλ. αγν ωστί, νε ωστί, ταχε ωστί] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”